ελπιδερός

ελπιδερός
-ή, -ό
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίζει, να απαντέχει.
2. που δίνει ελπίδες, ελπιδοφόρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελπιδερός — ή, ό 1. αυτός ή αυτό που ελπίζει κανείς να συμβεί 2. ελπιδοφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”